προσωπιδοφόρος

προσωπιδοφόρος
-ον, Ν αυτός που φορά προσωπίδα, ο μασκοφόρος, ιδίως ο μεταμφιεσμένος τής αποκριάς, ο μασκαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσωπίδα + -φόρος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσωπιδοφόρος — α, ο αυτός που έχει προσωπίδα, ο μασκαρεμένος, ο μασκαράς: Προσωπιδοφόροι μπήκαν στην τράπεζα και τη λήστεψαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • μασκαράς — (I) ο (Μ μασκαράς) μεταμφιεσμένος τής αποκριάς, προσωπιδοφόρος·* νεοελλ. ντυμένος ή βαμμένος με γελοίο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. mascara]. (II) ο άνθρωπος ανήθικος και πονηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. maskara < αραβ. maschara] …   Dictionary of Greek

  • μεταμφιέζω — (ΑΜ μεταμφιέζω και μεταμφιάζω) 1. αλλάζω το ένδυμα κάποιου, ντύνω κάποιον με άλλο ένδυμα («μεταμφιέσασα τὸν μὲν Κροῑσον ἠνάγκασε τὴν οἰκέτου... σκευὴν ἀναλαβεῑν», Λουκιαν.) 2. μέσ. μτφ. μεταμορφώνομαι, αλλάζω τη μορφή μου με άλλη («ἀποδυσάμενος… …   Dictionary of Greek

  • προσωπιδοφορία — η, Ν μεταμφίεση με προσωπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσωπιδοφόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Δ. Βικέλα] …   Dictionary of Greek

  • κολοβίνες — (Colobinae). Υποοικογένεια πιθήκων που ανήκει στην οικογένεια των κερκοπιθηκίδων. Το σώμα τους έχει μήκος 40 83 εκ. και η ουρά τους 50 110 εκ.· έχουν στρογγυλό κεφάλι και κοντή την κάτω σιαγόνα τους. Δεν διαθέτουν θύλακες πίσω από τα μάγουλα, ενώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”